ρευστός

ρευστός
-ή, -ό / ῥευστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό
α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με συνέπεια να είναι δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε σχέση με την άλλη ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, έτσι ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το σχήμα τού δοχείου που τά περιέχει
β) διαθέσιμο χρήμα σε μετρητά («η έλλειψη ρευστού έχει μειώσει την κίνηση στην αγορά»)
2. φρ. α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό χωρίς εσωτερική τριβή
β) «μηχανική ρευστών» — η ρευστομηχανική
γ) «ιξώδες τών ρευστών» — ιδιότητα τών ρευστών, ιδίως τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό τής εσωτερικής τριβής τών μορίων τους
(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή βαθμίδα τού ρ. ῥέω* με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πνευστός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥευστός — in a state of flux masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρευστός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει σταθερό σχήμα, αυτός που μπορεί να ρέει: Το νερό είναι ρευστό. 2. μτφ., ασταθής: Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι ακόμη ρευστή. – Έχει ρευστό χαρακτήρα. 3. το ουδ. ως ουσ., ρευστό, το σώμα του οποίου τα μόρια έχουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥευστά — ῥευστός in a state of flux neut nom/voc/acc pl ῥευστά̱ , ῥευστός in a state of flux fem nom/voc/acc dual ῥευστά̱ , ῥευστός in a state of flux fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευστῶν — ῥευστός in a state of flux fem gen pl ῥευστός in a state of flux masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευστόν — ῥευστός in a state of flux masc acc sg ῥευστός in a state of flux neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ῥευσταῖς — ῥευστός in a state of flux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευστοῖο — ῥευστός in a state of flux masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευστοῖς — ῥευστός in a state of flux masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥευστοί — ῥευστός in a state of flux masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”